μειδίασμα

μειδίασμα
μειδίασμα
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μειδίασμα — το (Α μειδίασμα) βλ. μειδίαμα …   Dictionary of Greek

  • μειδιάσματι — μειδίασμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειδίαμα — και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) [μειδιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο νεοελλ. ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”